- Σευήρου
- Σευῆροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σευήρεια — τὰ, Α [Σευῆρος] αγώνες που γίνονταν προς τιμή τού Ρωμαίου αυτοκράτορα Λεύκιου Σεπτίμιου Σευήρου ή Σεβήρου … Dictionary of Greek
Σευηρίτης — ὁ, Α [Σευῆρος] οπαδός τού μονοφυσίτη Σευήρου τής Αντιόχειας … Dictionary of Greek
Σευηριανός — ή, όν, Α [Σευῆρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γνωστικό μονοφυσίτη Σευήρο ή Σεβήρο τής Αντιόχειας 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι Σευηριανοί οι οπαδοί τού γνωστικού Σευήρου … Dictionary of Greek
Πισίδης, Γεώργιος — (7ος αι.). Βυζαντινός ποιητής, διάκονος και χαρτοφύλακας της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Π. ακολουθούσε την παλαιά μετρική παράδοση, γράφοντας συνήθως σε ιαμβικά τρίμετρα. Οι μεταγενέστεροι Βυζαντινοί εκτιμούσαν πολύ την ποιητική του… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ ПИСИДА — [греч. Γεώργιος Πισίδης] (до 600, Антиохия Писидийская (?) между 631 и 634, К поль), визант. поэт, гимнограф, полемист. Был диаконом, скевофилаком и референдарием Великой церкви. Прославился поэтическими панегириками как военно исторического, так … Православная энциклопедия